θυννοσκοπῶν

θυννοσκοπῶν
θυννοσκοπέω
watch for tunnies
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυννοσκοπώ — θυννοσκοπῶ, έω (Α) [θυννοσκόπος] 1. παρατηρώ τους τόν(ν)ους, παραμονεύω τους τόν(ν)ους 2. μτφ. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον ή κάτι («τοὺς φόρους θυννοσκοπῶν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”